κνυζεῦνται

κνυζεῦνται
κνυζάομαι
whine
pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic)
κνυζέομαι
whine
pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic)
κνυζόω
make dim
pres ind mp 3rd pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κνυζώ — (I) κνυζῶ, έω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (για σκύλους) βγάζω σιγανή και παραπονιάρικη φωνή 2. μέσ. μτφ. κνυζοῡμαι, έομαι (για νήπια) κλαψουρίζω («έν ὕπνῳ κνυζεῡνται φωνεῡντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας. Τυχαία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”